- εφτάστερος
- -η, -ο και επτάστερος, -η, -ο (Α ἑπτάστερος, -ον)αυτός που αποτελείται από επτά αστέριανεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το εφτάστερολαϊκή ονομασία τών αστερισμών τών Πλειάδων (κν. Πούλια) και τής Μεγάλης Άρκτου.[ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα-* + αστέρι].
Dictionary of Greek. 2013.